- ἵδρωα
- ἵδρωα or [full] ἱδρῶα, τά, ([etym.] ἱδρώς)A heat-spots, pustules, Hp.Aph.3.21, cf. Gal.adloc.II v. ἱδρώιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱδρῶα — heat spots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρώα — τα (Α ἵδρωα και ἱδρῶα) [ιδρώς] 1. εξανθήματα τού δέρματος που προέρχονται από ιδρώτα αρχ. ιδρώιον* … Dictionary of Greek
ιδρωτίδες — ἱδρωτίδες, αἱ (Μ) τα ιδρώα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ίδρωα] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ἱδρώων — ἱ̱δρώων , ἱδρόω sweat pres part act masc nom sg (epic) ἱδρῶα heat spots neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)